Στην Πολυκλινική Αθηνών άφησε την τελευταία του πνοή το μεσημέρι της Παρασκευής, ο Νίκος Κοεμτζής, ο άνθρωπος - του κοινωνικού περιθωρίου ή του κοινωνικού αποκλεισμού, εξαρτάται από την οπτική γωνία - μιας άλλης, πάντως, εποχής της Ελλάδας. Ο μικροκακοποιός που κάποτε σκότωσε για μια παραγγελιά - για το φιλότιμο του αδερφού του που χόρευε το τραγούδι του (όσο παράξενες και κυρίως ασυμβίβαστες κι αν ακούγονται αυτές οι λέξεις σήμερα) - τρεις ανθρώπους και πέρασε μια ζωή στη φυλακή.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ
Ωφείλω στον "άνθρωπο Κοεμτζή" ένα μικρό επικήδειο λόγο γιατί κάποτε ανταλλάξαμε δύο "σωστές" κουβέντες.
Τον γνώρισα πριν 15-16 χρόνια στην εμποροπανήγυρη έξω από την εκκλησία του Αγίου Ιεροθέου (Περιστέρι - Αττικής) που πουλούσε το βιβλίο του για να επιβιώσει (να βγάλει το ψωμί του, κατά τα λεγόμενά του). Αφού του συστήθηκα (έτυχε το βράδι του κακού να δουλεύει ο μακαρίτης ο πατέρας μου, ταξιτζής ον, την βάρδεια του στο σημείο που έγινε το φονικό) και θυμάμαι την άλλη μέρα το πρωί μας το αφηγήθηκε. Και ακόμα άρχισε από τότε να τραγουδάει ένα τραγούδι λαϊκό, λίγο ρεμπέτικο θυμάμαι, τις "βεργούλες"Φυσικό ήταν να έχω κάποιες απορίες και γω, σαν παιδί (ήμουν 15 χρόνων τότε) και μάλιστα μου είχε κάνει φοβερή εντύπωση η αντίδραση του μακαρίτη πατέρα μου που δεν τάχθηκε, παρά τα λεγόμενα των εφημερίδων, κατά του φονιά και τα όσα έγραφαν. Η ερώτηση προφανής: Τι έγινε; Τι έφταιξε; Πώς έγινε;
"Η κακιά ώρα, μου είπε. Άστα φίλε! Η απάντηση, τα γεγονότα βρίσκονται γραμένα εδώ. Μεγάλη ιστορία." Μου απάντησε προφανώς ήθελε να προωθήσει και το βιβλίο του. Μου έλεγε τα δικά του που όμως δεν μου έλυναν τις απορίες μου. Μη θέλοντας να τον ζορίσω και να γίνω, ίσως αδιάκριτος, έκανα να φύγω. "Πάρτο σαν δώρο" μου φώναξε, αλλά έκανα πως δεν άκουσα. Έκανα να φύγω και πάλι με ρωτάει "πώς σε λένε;" και συγχρόνως έγραφε μια αφιέρωση σε ένα βιβλίο του. Αφού έγραψε ότι έγραψε στην αφιέρωση που μου έκανε, μου το δίνει. Πρόσεξα ότι ήταν ανορθόγραφος. Σαν να το κατάλαβε "δεν ξέρω γράμματα" μου λέει! Τότε πώς έγραψες το βιβλίο; ρώτησα. "Η δύναμη της θέλησης" απάντησε. Πρέπει να ομολογήσω μου έκανε εντύπωση και τότε και τώρα ακόμα. Αρνήθηκε να τον κεράσω κάτι. Έκατσα δύο λέπτα ακόμη μη θέλοντας να τον δυσαρεστήσω. Αρνήθηκε να πάρει το αντίτιμο του βιβλίου, αν θυμάμαι καλά ήταν 100 δραχμές. Ανταλλάξαμε επιπλέον μια δύο κουβέντες πήρα το βιβλίο, τον ευχαρίστησα και έφυγα.
Αυτή ήταν η σύντομη γνωριμία μου με τον Νίκο Κοεμτζή ένα βράδι του Οκτωβρίου του 1997 που ακόμη θυμάμαι με αγάπη για τον άνθρωπο Κοεμτζή, τον φονιά για λόγους "παραγγελιάς" και του τραγουδιού "τα δύο σου χέρια πήρανε βεργούλες" ή απλώς "βεργούλες" όπως είναι γνωστό.
Και για να κλείσω τις μνήμες μου ... και την επικήδεια ανάμνηση.
ΘΕΟΣ ΣΥΓΧΩΡΕΣΤΟΝ! ΚΑΛΟ ΔΡΟΜΟ, ΝΙΚΟ!
ΟΙ ΒΕΡΓΟΥΛΕΣ ΘΑ ΣΕ ΘΥΜΙΖΟΥΝ!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου